σποργίλος

σποργίλος
ὁ, Α
είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ-ίλος / σπέργ-ουλος συνδέονται με τ. τής Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό spurglis), ενώ ο τ. σπαράσιον (< *σπαρ-Fάσιον) με τα γοτθ. sparwa, αρχ. άνω γερμ. sparo, αρχ. νορβ. sperr. Με τους τ. επίσης συνδέονται πιθ. το ελλ. ψάρ «το πουλί ψαρόνι» και το λατ. parra «όρνις». Από τους τ. σποργίλος, σπέργουλος και σπαράσιον αρχαιότερος είναι ο τ. σποργίλος σχηματισμένος με επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. ὀρχ-ίλος, τροχ-ίλος), ενώ ο τ. σπαράσιον εμφανίζει σπάνιο επίθημα (πρβλ. κοράσιον, κορυφάσιον). Για τον τ. σπέργουλος / πέργουλον βλ. λ. σπέργουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σποργίλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σποργίλον — Σποργίλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σποργίλου — Σποργίλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέργουλος — και πέργουλος ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀρνιθάριον ἄγριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπέργουλος / πέργουλος είναι παρλλ. τ. τής λ. σποργίλος* και προήλθε πιθ. από έναν δωρ. τ. *σπεργ ύλος, όπου η κατάλ. προφέρθηκε ως ουλος] …   Dictionary of Greek

  • σπαράσιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνιον ἐμφερές στρουθῷ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σποργίλος] …   Dictionary of Greek

  • ψαρ — ψαρός, ο / ψάρ, ΝΑ, και ιων. τ. ψήρ, ψηρός, Α το πουλί ψαρόνι νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους στρουθιόμορφων πτηνών στούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλα ονόματα πτηνών, οι τ. μπορεί να συνδέονται, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”